ακρωνύχιο

ακρωνύχιο
το ή δόντι Ναυτ.
η άκρη τού πτερυγίου (νυχιού) τής άγκυρας, με το οποίο αυτή στερεώνεται στον βυθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρ(ο) (Ι) + ονύχιον
η λ. αποδίδει τον γαλλ. όρο bee d' ancre].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακρονύχιο — το το ακρωνύχιο* …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”